- σαπρόπλουτος
- σαπρό-πλουτος, ον,A stinkingly rich, perhaps a parody on ἀρχαιόπλουτος, Antiph.224.1 (Dobree suggested σατραπόπλουτος, rich as a satrap).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαπρόπλουτος — ον, Α (πιθ. ως παρωδία τού ἀρχαιόπλουτος*) αυτός που απέκτησε πλούτη με ανήθικα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + πλοῦτος (πρβλ. αρχαιό πλουτος, νεό πλουτος)] … Dictionary of Greek